- πουφ
- (I)Νεπιφών.1. χρησιμοποιείται για να δηλώσει: α) αποστροφή, ενόχληση, αηδία, που προκαλείται συνήθως από δυσάρεστη οσμήβ) χλευασμό3. (με το αόρ. ουδ. αρθρ. ως άκλιτο ουσ.) ένα πουφλέγεται για κάτι εντελώς ασήμαντο, ανύπαρκτο («τί βγήκε από όλη αυτή τη φασαρία; ένα πουφ»)4. φρ. «πήγε στα πουφ» — επιχειρήθηκε μάταια, απέτυχε πλήρως.[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο πουφ].————————(II)το, Νάκλ. είδος μικρού στρογγυλού καθίσματος, το οποίο εξωτερικά είναι κατασκευασμένο από δέρμα ή πλαστικό ή ύφασμα και εσωτερικά είναι παραγεμισμένο με βαμβάκι ή αφρολέξ ή άλλο μαλακό υλικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pouf, ονοματοποιημένη λ.].
Dictionary of Greek. 2013.