πουφ

πουφ
(I)
Ν
επιφών.
1. χρησιμοποιείται για να δηλώσει: α) αποστροφή, ενόχληση, αηδία, που προκαλείται συνήθως από δυσάρεστη οσμή
β) χλευασμό
3. (με το αόρ. ουδ. αρθρ. ως άκλιτο ουσ.) ένα πουφ
λέγεται για κάτι εντελώς ασήμαντο, ανύπαρκτο («τί βγήκε από όλη αυτή τη φασαρία; ένα πουφ»)
4. φρ. «πήγε στα πουφ» — επιχειρήθηκε μάταια, απέτυχε πλήρως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο πουφ].
————————
(II)
το, Ν
άκλ. είδος μικρού στρογγυλού καθίσματος, το οποίο εξωτερικά είναι κατασκευασμένο από δέρμα ή πλαστικό ή ύφασμα και εσωτερικά είναι παραγεμισμένο με βαμβάκι ή αφρολέξ ή άλλο μαλακό υλικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pouf, ονοματοποιημένη λ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πουφ — επιφών. που εκφράζει ενόχληση ή αποστροφή: Πουφ! τι βρόμα είναι αυτή; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • Σαλακρού, Αρμάν — (Salacrou). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος (Ρουέν 1899). Αφού πήρε πτυχίο φιλοσοφίας (1921), ανάπτυξε αρκετά πολύμορφη δραστηριότητα ως δημοσιογράφος και ως άνθρωπος του θεάτρου. Το πρώτο θεατρικό έργο του είναι Ο Καυχησιάρης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”